«Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, σὲ τὸν πάντων κτίστην καὶ Θεὸν ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα, ἐβόα πικρῶς• Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἒδυ τῆς μορφῆς σου; οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον• σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἲδω κἀγὼ σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερον ἐξανάστασιν».
Βλέποντάς σε, Χριστέ, τὸν Κτίστη καὶ Θεό, ἡ Μητέρα σου, ἡ ὁποία σὲ γέννησε χωρὶς σπορὰ ἀντρική, νὰ κρέμεσαι ἐπάνω στὸ σταυρό, φώναξε πικρά: Υἱέ μου, ποῦ ἔσβησε τὸ κάλλος τῆς μορφῆς σου; Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ σταυρώνεσαι ἂδικα• σπεῦσε λοιπὸν ν' ἀναστηθεῖς, γιὰ νὰ δῶ κι ἐγὼ τὴν τριήμερη ἐκ τῶν νεκρῶν σου Ἀνάσταση.
Βλέποντάς σε, Χριστέ, τὸν Κτίστη καὶ Θεό, ἡ Μητέρα σου, ἡ ὁποία σὲ γέννησε χωρὶς σπορὰ ἀντρική, νὰ κρέμεσαι ἐπάνω στὸ σταυρό, φώναξε πικρά: Υἱέ μου, ποῦ ἔσβησε τὸ κάλλος τῆς μορφῆς σου; Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ σταυρώνεσαι ἂδικα• σπεῦσε λοιπὸν ν' ἀναστηθεῖς, γιὰ νὰ δῶ κι ἐγὼ τὴν τριήμερη ἐκ τῶν νεκρῶν σου Ἀνάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου